- χαρίσματα
- χάρισμαgraceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français
Codex Athous Lavrensis — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 044 Name Athous Laurae Sign Ψ Text Gospels, Acts, Pauline epistles, Gene … Wikipedia
προικίζω — ΝΜΑ [προίξ, κός] δίνω προίκα, προικοδοτώ («παρθένους προικίσας», Διόδ.) νεοελλ. 1. χαρίζω, δωρίζω («η φύση τόν προίκισε με πολλά χαρίσματα») 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προικισμένος, η, ο α) (για γυναίκα) αυτή που έχει πάρει προίκα β)… … Dictionary of Greek
χάρισμα — το, ΝΜΑ [χαρίζω, ομαι] κάθε πνευματικό δώρο τού Θεού και, ιδίως, τού Αγίου Πνεύματος προς τους ανθρώπους, δωρεά νεοελλ. 1. (γενικά) προτέρημα, προσόν, αρετή («έχει πολλά χαρίσματα») 2. καθετί που δίνεται δωρεάν, δώρο 3. (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
χαρισματούχοι — οι, Ν θρησκειολ. (κυρίως στις πρωτόγονες θρησκείες) θρησκευτικοί ηγέτες τών οποίων η ανάδειξη οφειλόταν στα προσωπικά τους χαρίσματα και οι οποίοι έχαναν τη δύναμη και την επιβολή τους μόλις τα χαρίσματά τους αυτά εξέλιπαν ή τούς τά αμφισβητούσαν … Dictionary of Greek
χαριτόπλαστος — η, ο, Ν πλασμένος με χαρίσματα, γεμάτος χαρίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + πλαστός (πρβλ. πηλό πλαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Κάλλας, Μαρία — (Νέα Υόρκη 1923 – Παρίσι 1977). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της υψιφώνου Mαρίας Kαλογεροπούλου. Σπούδασε στο Ωδείο Aθηνών και στη συνέχεια στη Nέα Yόρκη. Tο 1942, στην πρώτη της εμφάνιση στην Eθνική Λυρική Σκηνή με την Kαβαλερία Pουστικάνα, κατέκτησε… … Dictionary of Greek
Charisma — Charismatic redirects here. For other uses, see Charisma (disambiguation). The term charisma (pl. charismata, adj. charismatic; from the Greek χαρισμα, meaning favor given or gift of grace ) has two senses: 1) compelling attractiveness or charm… … Wikipedia